δορίκτυπος — δορίκτυπος, ον (Α) αυτός αντηχεί από τα χτυπήματα τών δοράτων … Dictionary of Greek
δορίκτυπον — δορίκτυπος spear clashing masc/fem acc sg δορίκτυπος spear clashing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορικτύπων — δορίκτυπος spear clashing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… … Dictionary of Greek
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek